- ταυρηδόν
- Αεπίρρ. (τροπ.) σαν ταύρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταυρηδόν — like a bull indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
βαθμηδόν — (AM βαθμηδόν) επίρρ. βαθμιαία, εξελικτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + (επίρρ. κατάλ.) ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, σωρηδόν, ταυρηδόν)] … Dictionary of Greek
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek
υποβλέπω — ὑποβλέπω ΝΜΑ λοξοκοιτάζω, βλέπω κάποιον με υποψία ή με δυσπιστία και φθόνο (α. «συνεχώς μέ υποβλέπει» β. «οἱ στρατιῶται ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῡντα σφῶν», Πλάτ.) νεοελλ. εποφθαλμιώ κάτι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι (α. «υποβλέπει την περιουσία … Dictionary of Greek